σταυροειδής

σταυροειδής
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει την μορφή, το σχήμα τού σταυρού (α. «σταυροειδές κόσμημα» β. «ἔκφρασις σταυροειδοῡς σημείου, ὅπερ νῡν οἱ Ῥωμαῑοι λάβαρον καλουσιν», Ευστ.)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σταυροειδής ναός» — σταυρεπίστεγος, σταυροθόλωτος ναός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σταυροειδές
το σχήμα τού σταυρού.
επίρρ...
σταυροειδώς / σταυροειδῶς ΝΜΑ
σε σχήμα σταυρού, έτσι ώστε να σχηματίζεται σταυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταυροειδής — like a cross masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει σχήμα σταυρού: Ο ναός της Καπνικαρέας αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ναού σταυροειδούς με τρούλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυροειδῆ — σταυροειδής like a cross neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σταυροειδής like a cross masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σταυροειδής like a cross masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροειδεῖ — σταυροειδής like a cross masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σταυροειδής like a cross masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροειδεῖς — σταυροειδής like a cross masc/fem acc pl σταυροειδής like a cross masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροειδές — σταυροειδής like a cross masc/fem voc sg σταυροειδής like a cross neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροειδοῦς — σταυροειδής like a cross masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροειδέσι — σταυροειδής like a cross masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροειδῶς — σταυροειδής like a cross adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”