σταυροειδής — like a cross masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει σχήμα σταυρού: Ο ναός της Καπνικαρέας αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ναού σταυροειδούς με τρούλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταυροειδῆ — σταυροειδής like a cross neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σταυροειδής like a cross masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σταυροειδής like a cross masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροειδεῖ — σταυροειδής like a cross masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σταυροειδής like a cross masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροειδεῖς — σταυροειδής like a cross masc/fem acc pl σταυροειδής like a cross masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροειδές — σταυροειδής like a cross masc/fem voc sg σταυροειδής like a cross neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροειδοῦς — σταυροειδής like a cross masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροειδέσι — σταυροειδής like a cross masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταυροειδῶς — σταυροειδής like a cross adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek